- δυσεξαπατητος
- δυσεξαπάτητοςδυσ-εξαπάτητος2с трудом поддающийся обману Xen., Plat., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσεξαπάτητος — hard to deceive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξαπάτητος — η, ο (AM δυσεξαπάτητος, ον) αυτός που δύσκολα εξαπατάται … Dictionary of Greek
δυσεξαπάτητον — δυσεξαπάτητος hard to deceive masc/fem acc sg δυσεξαπάτητος hard to deceive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξαπάτητοι — δυσεξαπάτητος hard to deceive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)